- αμάντριστος
- αμάντριστος, -η, -ο και αμάντρωτος, -η, -ο1. αυτός που δεν κλείστηκε στο μαντρί: Τα είχαν ακόμη αμάντριστα τα γίδια.2. αυτός που δε φράχτηκε με μάντρα: Άφησαν το περιβόλι αμάντρωτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.