αμάντριστος

αμάντριστος
αμάντριστος, -η, -ο και αμάντρωτος, -η, -ο
1. αυτός που δεν κλείστηκε στο μαντρί: Τα είχαν ακόμη αμάντριστα τα γίδια.
2. αυτός που δε φράχτηκε με μάντρα: Άφησαν το περιβόλι αμάντρωτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμάντριστος — και αμάνδριστος, η, ο [μαντρίζω] (για ζώα και μτφ. για ανθρώπους) αυτός που δεν κλείστηκε σε μάντρα 2. αυτός που δεν μπορείς να τόν μαντρίσεις, να τόν περιορίσεις …   Dictionary of Greek

  • αμάντρωτος — και αμάνδρωτος, η, ο [μαντρώνω] 1. αυτός που δεν έχει περιφραχθεί με μάντρα, απεριτείχιστος 2. (για ποίμνια και άλλα ζώα) αμάντριστος*. 3. αυτός που δεν φυλάσσεται, δεν δέχεται περιορισμούς, ελεύθερος, αλλά και αυτός που δεν επιτηρείται, δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”